εναντιοτροπία

εναντιοτροπία
η (Α ἐναντιοτροπία)
νεοελλ.
1. η τροπή προς το αντίθετο, εναντιότητα, αντίφαση, αντινομία, ασυμφωνία, το ασυμβίβαστο
2. φυσική ιδιότητα που παρουσιάζουν οι εναντιότροπες ουσίες, οι οποίες εμφανίζονται με δύο διαφορετικές φυσικές μορφές με περιοχές σταθερότητας αντίθετες ως προς μια ορισμένη θερμοκρασία ή πίεση
αρχ.
η αντίθεση τού ήθους, τού χαρακτήρα, τής διαπλάσεως, ασυμφωνία, αντινομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐναντιοτροπίᾳ — ἐναντιοτροπίᾱͅ , ἐναντιοτροπία contrariety of character fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”